- αποξυλιάζω
- μετ. , αμετ. замерзать, леденеть; коченеть
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
αποξυλιάζω — 1. γίνομαι πολύ ξερός 2. ξυλιάζω τελείως απ το κρύο, παγώνω … Dictionary of Greek
αποξυλώνω — (Α ἀποξυλοῡμαι, όομαι) αποξυλιάζω, παγώνω απ το κρύο … Dictionary of Greek